- ουριδυλοδιφωσφοακετυλογαλακτοζαμίνη
- η(βιοχ.) ένωση τής ακετυλογαλακτοζαμίνης με ουριδυλοδιφωσφορικό οξύ, η οποία αποτελεί την ενεργό μορφή τής ακετυλογαλακτοζαμίνης με την οποία αυτή μπορεί να μετάσχει στον σχηματισμό ενός γλυκοζιτικού δεσμού.
Dictionary of Greek. 2013.